- σαράτσης
- ο, Νκατασκευαστής εφιππίων, ο σελοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sarac].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σαράτσης, Δημήτριος — Γιατρός με πλούσια κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα (1871 1951). Το 1908 ίδρυσε το Εργατικό Κέντρο Βόλου. Το 1911, με εισήγηση του, ιδρύθηκε το Ανώτερο Παρθεναγωγείο Βόλου, που λειτούργησε με διευθυντή τον Αλ. Δελμούζο. Το 1914 κατηγορήθηκε… … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Γιαννακόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναστάσιος (ή Σαράτσης). Καταγόταν από την Τρίπολη. Πολέμησε υπό τις διαταγές του Νικηταρά και του Θεοχ. Ζαχαρόπουλου. 2. Γεώργιος (ή Κακαβούλης). Καταγόταν από τη Γορτυνία. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. 3 … Dictionary of Greek
Ναύπλιο — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 13.822 κάτ.) της ανατολικής Πελοποννήσου, πρωτεύουσα σήμερα του νομού Αργολίδος. Το Ν. ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της νεότερης Ελλάδας και έδρα του ομώνυμου δήμου, στην οποία υπάγονταν διοικητικά ο δήμος Ναυπλιέων και οι… … Dictionary of Greek